Με σμπάρα ήρθε με φωτιές, χαρές και σφουριξίες
μεγάλο παραλήρημα, είχαμε και σκουξίες.
Ήταν μακρίο και ψηλό, έπιανε ένα λιμάνι
το σφίξιμο τση Ζάκυθος, τώρα θα ξεθυμάνει.
Στο Πόρτο πίε και έδεσε, στην τζίμα όπως λένε
και τα πυροτεχνήματα, τον ουρανό να καίνε.
Τρέξαμε όλοι, πήγαμε, κάθε φορά τα ίδια
το ΄δαμε και ευχηθήκαμε να ΄χει καλά ταξίδια.
Θερίο είναι μπράβο σας, χωράει τ΄ αντερά του
τσουνάμι κύμα δίμετρο, θα ΄ναι τ΄ απόνερά του.
Οι μέρες επερνάγανε, οι μήνες και ακόμα
η αλμύρα και το δέσιμο, εσκούριασε το χρώμα.
Αργεί πολύ ελέγαμε, να πάρει τη σειρά του
το βύθισμά του έφταιγε, κι΄ αυτή η άγκυρά του.
Μα δεν πειράζει βρε παιδιά, μην είμαστε κουτάβια
η Ζάκυνθος αυγάτισε, εγέμισε καράβια.
Άλλα για δρομολόγια, άλλα να τα κοιτάμε
λεφτά για παλιοσίδερα, εμείς δεν τα πετάμε.
Για χρόνια το καμάρωνα, μα το ΄χω το μαράζι
γιατί δεν το ταξίδεψα, μέσα μου με πειράζει.
Το είδα, το τραβάγανε, το σέρνανε με ιμάντες
κι΄ άλλο δεν εντρεπόμουνα, τση σκουριασμένες μπάντες.
Με σμπάρα ήρθε με φωτιές, το πήρανε δεμένο
το σέρνανε τα ρυμουλκά, βουβό και στοιχειωμένο.
Πώς ήρθε και πώς έφυγε, Ζακυνθινοί γελάτε
μην κάνετε του κεφαλιού ποτέ, αν δεν νογάτε.
Τούτο νησί δεν μας μπορεί, άλλο δεν μας αντέχει
θέλει πολύ να ξεπλυθεί, μα δυστυχώς δε βρέχει।
http://www.imerazante.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου